- εὐορνιθία
- εὐορνιθίᾱ , εὐορνιθίαgood auguryfem nom/voc/acc dualεὐορνιθίᾱ , εὐορνιθίαgood auguryfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευορνιθία — εὐορνιθία, ἡ (Α) καλή προφητεία, καλός οιωνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύορνις, ιθος + κατάλ. ια] … Dictionary of Greek
εὐορνιθίαν — εὐορνιθίᾱν , εὐορνιθία good augury fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)